Όταν το βράδυ κρύβεται μακριά μου το φεγγάρι
Να με φωτίζει μένει ως αργά φως ηλεκτρικό
Και το ξημέρωμα λίγο όνειρο μου κλέβει
Αγκαλιά το μαξιλάρι, σε κοιτώ Continue reading
Ο καλλιτέχνης και ο έρωτάς μου
Μεγαλώνοντας, κατάλαβε ότι σκεφτόταν λίγο διαφορετικά από τα άλλα παιδιά. Πιο σπάνια αλλά σε μεγαλύτερο βάθος τις περισσότερες φορές, και πράγματα που ανθρώπου νους δεν αγγίζει συχνά. Γεννήθηκε ή έγινε καλλιτέχνης; Continue reading
Τετάρτη
(η Τετάρτη απλά μου ακουγόταν καλά. Η δημιουργία είναι της Παρασκευής 26)
…
Τετάρτη, και οι ρυτίδες της μοναξιάς γλύφουν το πρόσωπό σου
Η κασέτα με τις φωνές των ήχων παγιδευμένων στην καφέ ζελατίνα κάνει κύκλους στις λίμνες του αέρα που ακούς Continue reading
Όλοι ληστεύουμε για αστέρια
-Έχεις;
Είχε. Έψαξε λίγο το μπουφάν του και βρήκε. Της έδωσε. Και εκείνη το πήρε. Τι κορίτσι.. Είχε τα μαλλιά της βαμμένα ξανθά, αλλά δεν ήταν όσο χαζή ήθελε να δείχνει. Την έκαιγε όμως. Με την ίδια αυτή φλόγα γεύτηκε το γκρίζο. Continue reading
Βύσσινο στο ποτήρι
Δεν άργησε να γυρίσει. Σπίτι, ευτυχώς, κανείς. Θα έλειπαν μάλλον σε κάποιο δείπνο, ή μόνοι τους για ένα ποτό. Μάλλον το πρώτο. Όπως και να ‘χει, σε λίγο θα γυρνούσαν. Έπρεπε να προλάβει, χωρίς να βιαζόταν όμως, γιατί τότε θα σκότωνε και το λιγοστό φως. Continue reading
Η αλφαβήτα του καλλιτέχνη
ακούω
βλέπω
γράφω
διαβάζω
επικοινωνώ
ζωγραφίζω
ηρεμώ
θυμάμαι Continue reading
Νανούρισμα
(στο τετράδιό μου φαίνεται αρκετά μεγαλύτερο. για τον παππού μου, που τελικά αποφάσισε να ζήσει μακριά μας στις 4 Μαρτίου του 2008)
Μωρό μου; Κοιμάσαι; Δεν ακούς το νανούρισμα; Ξύπνα, και χάλασε τον κόσμο με τις φωνές σου! Continue reading
Οι φωτισμένες συνοικίες
Η γλυκύτητα της επιθυμίας περιέχει, μεταξύ άλλων, και την βιαιότητα της επιθυμίας για μια εγκατάσταση μέσα στα αισθήματα του άλλου. Να φοβάσαι, να περιμένεις, να ρισκάρεις, και πάλι σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα να γυρνάς πίσω και να το πιάνεις από την αρχή. Αύριο. Απόψε. Σε λίγο. Continue reading
Θυμάμαι
Με ρώτησε τι συμβαίνει κάθε φορά που προσπαθώ να θυμηθώ.
Είναι σαν να έχω μπροστά μου έναν τοίχο από μετάξι και δεν μπορώ να δω τι υπάρχει απέναντι.
Και τρέχω σαν νήπιο για τη φούστα της μάνας μου, ξανά και ξανά, και πέφτω πάνω του, και ξαναδοκιμάζω.
Μέχρι να με λυπηθεί και σκιστεί το παραπέτασμα, να δω το δισκοπότηρο των αναμνήσεών μου.
Η αλφαβήτα της φαντασίας μου
αργά
βράδυ,
γύριζα
δίχως
ελπίδα,
ζητώντας
ήλιο. Continue reading