Τετάρτη

(η Τετάρτη απλά μου ακουγόταν καλά. Η δημιουργία είναι της Παρασκευής 26)

Τετάρτη, και οι ρυτίδες της μοναξιάς γλύφουν το πρόσωπό σου

Η κασέτα με τις φωνές των ήχων παγιδευμένων στην καφέ ζελατίνα κάνει κύκλους στις λίμνες του αέρα που ακούς Continue reading

Νανούρισμα

(στο τετράδιό μου φαίνεται αρκετά μεγαλύτερο. για τον παππού μου, που τελικά αποφάσισε να ζήσει μακριά μας στις 4 Μαρτίου του 2008)

Μωρό μου; Κοιμάσαι; Δεν ακούς το νανούρισμα; Ξύπνα, και χάλασε τον κόσμο με τις φωνές σου! Continue reading

Θυμάμαι

Με ρώτησε τι συμβαίνει κάθε φορά που προσπαθώ να θυμηθώ.

Είναι σαν να έχω μπροστά μου έναν τοίχο από μετάξι και δεν μπορώ να δω τι υπάρχει απέναντι.

Και τρέχω σαν νήπιο για τη φούστα της μάνας μου, ξανά και ξανά, και πέφτω πάνω του, και ξαναδοκιμάζω.

Μέχρι να με λυπηθεί και σκιστεί το παραπέτασμα, να δω το δισκοπότηρο των αναμνήσεών μου.

Ρόδες

Αφιερωμένο στον Γιάννη Ρίτσο και στον Daniel Wallace..

Όχι, χωρίς βοηθητικές.

Ανέβηκε στη σέλα της μηχανής του.

Τρέχει, σταματά και κατεβαίνει στο πρώτο του παιδί.

Σειρά του να του μάθει ποδήλατο.

Ζητά την άδεια και φεύγει από το πάρτι.

Πηγαίνει στο μπάνιο, κλειδώνει, και βυθίζεται με τα ρούχα στην μπανιέρα.

Και όταν σηκωθεί, θα είναι πιο στεγνός και από τα ματωμένα του γόνατα.

Το βράδυ εκείνο

Το βράδυ εκείνο, έπεσε πολύ νερό από τον ουρανό. Και έβρεξε μέχρι το επόμενο πρωί..

και μετά μέχρι το επόμενο..

και μέχρι το επόμενο..

Τόσο που όλα έλιωσαν, έγιναν λάσπη και ξεπλύθηκαν στους υπονόμους, τα σπίτια πλημμύρισαν, το μαγαζάκι του κυρ Παντελή πλημμύρισε, τα όνειρά μας βράχηκαν, και σε όλο τον κόσμο μύρισε, βρεγμένο χαρτί από ποιήματα και αφισοκολλήσεις..

Και τι έμεινε στο τέλος όρθιο; Η εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου και το φυλάκιο του τμήματος στον απάνω δρόμο.

Ο χρόνος κυλάει αδιάφορος

Ο χρόνος κυλάει αδιάφορος για τα έργα μας.
Ανεβαίνει τον μεγάλο δρόμο, περπατάει μέχρι την πλατεία.
Μιλάει με τα δέντρα, μόνο αυτά προλαβαίνουν να ακούσουν.

Στο δεύτερο βλέμμα κρύβεται ο μήνας.
Στο γύρισμα του κεφαλιού, ήδη μια δεκαετία.

Όταν επιστρέψει, μόλις που προλαβαίνεις
να του γνωρίσεις τον φίλο σου,
να του συστήσεις δύο μάτια που αγαπάς,
να του χαρίσεις ένα λουλούδι για το σπίτι.

Και τότε κάθεται, βγάζει το παλτό του και σε χαιρετά με ένα νεύμα από το απέναντι πεζοδρόμιο.

Και κόβει το βήμα του, βαρύς από όση του φόρτωσες

Α Γ Α Π Η